- σείφαρος
- σείφαρος, ὁ,A awning in a theatre, OGI510.6 ([place name] Ephesus), Ephes.2.39; cf. σίφαρος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σείφαρος — ὁ, Α βλ. σίφαρος … Dictionary of Greek
σίφαρος — ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία τού πλοίου αρχ. (κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr,… … Dictionary of Greek